- φαιοχρωμοκύτωμα
- το, Ν ιατρ. όγκος τών χρωμόφιλων κυττάρων τής μυελώδους ουσίας τών επινεφριδίων, που εκκρίνει αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, ή τού χρωμόφιλου ιστού τών γαγγλίων τού νευρικού συστήματος, που εκκρίνει μόνον νοραδρεναλίνη, όγκος που προκαλεί αρτηριακή υπέρταση, με συνεχή πονοκέφαλο, υπεργλυκαιμία και υψηλό βασικό μεταβολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pheochromocytoma < φαιός + χρώμα + κύτος «κοιλότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.